νταβραντώ
Смотреть что такое "νταβραντώ" в других словарях:
νταβραντίζω — και νταβραντώ 1. (για άμαξα ή υποζύγιο) τραντάζω, τινάζω, κουνώ δυνατά 2. αναρρωννύω, παίρνω δυνάμεις, δυναμώνω 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) νταβραντισμένος, η, ο i) γερός, υγιής, δυνατός ii) (για πέος) όρθιος, σηκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ … Dictionary of Greek
νταβραντίζω — και νταβραντώ (λ. τουρκ.), νταβράντισα, νταβραντισμένος 1. έχω ή αποχτώ σφρίγος, ζωτικότητα, υγεία. 2. η μτχ., νταβραντισμένος αυτός που βρίσκεται σε οργασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)